Αναδημοσιεύουμε ένα ενδιαφέρον άρθρο της Καθημερινής, που περιγράφει τη διαδρομή του Στάυρου Μπαϊρακτάρη, ενός φτωχού συντοπίτη μας που στη πορεία είχε όλη αυτή την επιχειρηματική δράση στην Αθήνα ενώ μετά την επίθεση που δέχτηκε τη προηγούμενη εβδομάδα τα πράγματα άλλαξαν…
Μετά την επιτυχία, οι σφαίρες
Ο Σ. Μπαϊρακτάρης ήρθε πάμφτωχος στην Αθήνα, πλούτισε και έγινε θύμα κουκουλοφόρωνΤης Μαριλης Mαργωμενου
Σαράντα πέντε χρόνια πριν, στο Μοναστηράκι. Ενα 17χρονο πιτσιρίκι με αγρινιώτικη προφορά ψάχνει για δουλειά. Ο μπάρμπα Ισαάκ ο Μερακλίδης ήταν πολύ τυχερός – δύσκολα θα έβρισκε πιο φιλότιμο υπάλληλο. Το πρωί ο μικρός Σταύρος δούλευε στα αλλαντικά του Διακοδημήτρη, το βράδυ στα κεμπάπ του Ισαάκ. Υπήρχαν φορές που κυνηγούσε τα λεωφορεία στην Ερμού για να πάρει ένας επιβάτης σουβλάκι, να του δώσει 4 δραχμές. Στο υπόγειο του μαγαζιού καθάριζε με τα τσουβάλια τα κρεμμύδια και τις πατάτες. Είκοσι ώρες δουλειά κάθε μέρα. Αν αντέχεις να δουλεύεις έτσι για αρκετά χρόνια, τίποτε δεν μπορεί να σε σταματήσει.
Ως το 1975, ο λαντζεράκος απ’ το Αγρίνιο, ο Σταύρος Μπαϊρακτάρης θα έχει ...
συνεταιριστεί με τον γερο – Ισαάκ για να φτιάξουν άλλο μαγαζί, το «Αιγυπτιακόν», και θα τολμήσει να ανοίξει πρώτη φορά δικό του κατάστημα στην Πατησίων: το «Εντελβάις» στον αριθμό 72. Μέσα σ’ ένα χρόνο, το θαύμα έχει συμβεί: στο «Εντελβάις» συχνάζουν ο Μπάρκουλης με την Καρέζη, η Σμαρούλα Γιούλη, η Βουγιουκλάκη μετά το θέατρο… Από όλους τους, ο πιο σημαντικός για τον Σ. Μπαϊρακτάρη είναι ο άνδρας που εμφανίζεται ένα βράδυ του ’80: «αγοράζεις το μαγαζί στο Μοναστηράκι;». Ο Γιάννης Σιγάλας έχει αποφασίσει να του πουλήσει «τη θρυλική ταβέρνα που έτρωγα μικρός»! Το επώνυμο «Σιγάλας» από τη μαρκίζα δεν θα φύγει ποτέ. Αλλά θα προστεθεί δίπλα το «Μπαϊρακτάρης». Κάπως έτσι ο καλός κόσμος της Πατησίων θα κατέβει στο Μοναστηράκι. Τα πρώτα χρόνια, μετά τις 8 το βράδυ δεν κυκλοφορούσε άνθρωπος στην περιοχή. Αλλά όσο επεκτεινόταν ο Μπαϊρακτάρης, η πλατεία φωτιζόταν: από το μαγαζί του Σιγάλα στο διπλανό το «Κλοκ», στην απέναντι γωνία της Μητροπόλεως, ύστερα σιγά σιγά προς την πλατεία Δημοπρατηρίου… Αν δεν υπήρχαν οι φωτογραφίες ποιος θα τον πίστευε; Ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης. Η Ειρήνη Παππά κι ο Κακογιάννης. Αλλά και η Ναόμι Κάμπελ ή ο Σαντιάγκο Καλατράβα. Κάπου ανάμεσα, ο Κώστας Σκανδαλίδης με πλεκτό πουλόβερ, κι ο Πάνος Παναγιωτόπουλος με τα γυαλιά του «Προφίλ». Οι εποχές της Ελλάδας στο μαγαζί του Μπαϊρακτάρη: ο ιδιοκτήτης πλησίαζε σεμνά, το φλας της μηχανής φρόντιζε για τα υπόλοιπα. Ως το 2007, άπειρα κάδρα γέμισαν τον τοίχο και άπειρα μαγαζιά γέμισαν την Αθήνα: Εννιά καταστήματα, 260 υπάλληλοι!
«Ενας λαντζεράκος είμαι»
Αν δεν υπήρχαν τύποι σαν τον Μπαϊρακτάρη, δεν θα υπήρχαν τα κλισέ που μεγάλωσαν τους Ελληνες: ο πάμφτωχος πιτσιρίκος που δούλεψε κι έπιασε την καλή, ο επαρχιώτης που είδε την ευκαιρία και πλούτισε. Τίποτε από αυτά δεν είναι ψέματα. Ο Στ. Μπαϊρακτάρης είναι ο τύπος που τον ρωτάς «πώς το είπε αυτό ο Καραμανλής για τους νταβατζήδες;» και σου απαντάει «εγώ δεν άκουσα τίποτα! Εψηνα τα σουβλάκια μέσα!», και ύστερα γελάει πονηρά. Ακόμα και τώρα, μερικές φορές σερβίρει ο ίδιος, άλλες σκουπίζει το μαγαζί. «Ενας λαντζεράκος είμαι», λέει στους πελάτες. «Τα πιάτα που έχω πλύνει εγώ, αν τα βάλεις στη σειρά, μπορεί και να φτάνουν στη Μόσχα!». Από τη μεταπολεμική εξαθλίωση του ’50 ώς την αλλόκοτη δόξα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, ο Μπαϊρακτάρης ήταν εκεί. Μόνο που και εκείνος, όπως όλοι μας, δεν υπολόγισε πως στον πραγματικό κόσμο οι παραμυθένιες ιστορίες σπάνια έχουν χαρούμενο τέλος.
Κουκουλοφόροι με περίστροφα στου Γκύζη – ποιος να το φανταζόταν μερικά χρόνια πριν; Τρεις σφαίρες στα πόδια, ο Σταύρος Μπαϊρακτάρης μέσα στα αίματα και από τα σπίτια οι άνθρωποι να φοβούνται να βγουν. Για να έρθει βοήθεια, σύρθηκε στο θυροτηλέφωνο, να τον ακούσει η γυναίκα του. Ο κ. Μπαϊρακτάρης από την Τρίτη τα ξημερώματα έχει κλειστεί στο σπίτι του. Είναι ο άνθρωπος που έζησε όλες τις εποχές της Ελλάδας. Και τώρα οι εποχές άλλαξαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου